- σκωρία
- η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ]προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριάνεοελλ.1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής ενός μετάλλου από τα μεταλλεύματά του, όπως λ.χ. κατά την παραγωγή σιδήρου με την τεχνική τής υψικαμίνου, υποπροϊόν που αποτελείται από πυριτικά άλατα και οξείδια μετάλλων (α. «εύτηκτη σκωρία» — σκωρία αποτελούμενη κυρίως από πυριτικά άλατα τού ασβεστίου, τού μαγνησίου και τού αργιλίου, με την οποία απομακρύνονται απο την υψικάμινο οι γαιώδεις προσμίξεις)2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών3. (πετρογρ.) βαρύ σκοτεινόχρωμο υαλώδες πυροκλαστικό εκρηξιγενές πέτρωμα, που περιέχει πολλές βακουέλες, κοιλότητες οι οποίες μοιάζουν με φυσσαλίδες («αφρώδης σκωρία» — σκωρία στην οποία οι φυσσαλίδες είναι πολύ λεπτά κελύφη στερεοποιημένου βασαλτικού μάγματος)4. φρ. α) «έριο σκωρίας» — προϊόν που σχηματίζεται στις υψικαμίνους κατά την παρασκευή τού σιδήρουβ) «σκωρία σιδήρου» — προϊόν διάβρωσης τού σιδήρου και ορισμένων κραμάτων του, το οποίο αποτελείται κυρίως απο ένυδρο οξείδιο τού τρισθενούς σιδήρου και σχηματίζεται εύκολα από τη δράση τού οξυγόνου και τής υγρασίας τού ατμοσφαιρικού αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.